καμίσιον

καμίσιον
καμίσιον, τὸ (AM Μ, και καμίσιν)
είδος φορέματος, ίσως πουκάμισο που φορούσαν οι καμισάτοι*, αλλ. καμάσιον
αρχ.
στρατιωτικό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. camisia, που είναι δάνειο πιθ. από την Κελτική. Η λ. καμίσιον μαρτυρείται ως β' συνθετικό στον τ. πουκάμισο (< υπο-κάμισον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμίσιον — shirt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμισίοις — καμίσιον shirt neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμισίου — καμίσιον shirt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμισίων — καμίσιον shirt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμίσια — καμίσιον shirt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμισον — κάμισον, τὸ (Α) πάπ. το καμίσιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού καμίσιον] …   Dictionary of Greek

  • καμισάτοι — καμισᾱτοι, οἱ (Μ) [καμίσιον] εκκλ. στο Βυζάντιο κατώτεροι κληρικοί που φορούσαν καμίσιον* και βοηθούσαν τους ιερείς στην τέλεση της θείας λειτουργίας, φρόντιζαν να φέρνουν ανθρακιά στο θυσιαστήριο, να ετοιμάζουν το «ζέον» για τη θεία κοινωνία …   Dictionary of Greek

  • CAMISIA sive CAMISIUM — CAMISIA, sive CAMISIUM prima vestium sacrificalium, linea tunica talaris: quae quod ad talos pertingerer, Poderis. Graece ποδήρης, a colore Alba dicta est; ipsa vero a Camis nomen accepit, de quibus vide supra, in voce Camae. Fuisse strictam et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ροδινοπορφυρούς — οῡν, Α ρόδινος και πορφυρός, ροδοκόκκινος («καμίσιον ροδινοπορφυροῡν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + πορφυροῦς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”