καμίσιον — shirt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμισίοις — καμίσιον shirt neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμισίου — καμίσιον shirt neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμισίων — καμίσιον shirt neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμίσια — καμίσιον shirt neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμισον — κάμισον, τὸ (Α) πάπ. το καμίσιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού καμίσιον] … Dictionary of Greek
καμισάτοι — καμισᾱτοι, οἱ (Μ) [καμίσιον] εκκλ. στο Βυζάντιο κατώτεροι κληρικοί που φορούσαν καμίσιον* και βοηθούσαν τους ιερείς στην τέλεση της θείας λειτουργίας, φρόντιζαν να φέρνουν ανθρακιά στο θυσιαστήριο, να ετοιμάζουν το «ζέον» για τη θεία κοινωνία … Dictionary of Greek
CAMISIA sive CAMISIUM — CAMISIA, sive CAMISIUM prima vestium sacrificalium, linea tunica talaris: quae quod ad talos pertingerer, Poderis. Graece ποδήρης, a colore Alba dicta est; ipsa vero a Camis nomen accepit, de quibus vide supra, in voce Camae. Fuisse strictam et… … Hofmann J. Lexicon universale
ροδινοπορφυρούς — οῡν, Α ρόδινος και πορφυρός, ροδοκόκκινος («καμίσιον ροδινοπορφυροῡν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδινος + πορφυροῦς] … Dictionary of Greek